- σοφόδωρος
- -ον, Α(για τη θεία δύναμη) αυτός που δωρίζει σοφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. ἀγλαό-δωρος, φιλό-δωρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek
ԻՄԱՍՏԱՊԱՐԳԵՒ — ( ) NBH 1 0848 Chronological Sequence: 8c ա. σοφοδώρος sapientificus. Պարգեւիչ իմաստութեան. իմաստաբար. *զորս առ մեզ ʼի նմանէ յառաջ եկեալ զօրութիւնս աստուածացուցիչս ... իմաստապարգեւս. Դիոն. ածայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)